νταλγκάς

νταλγκάς
ο
βλ. νταλκάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νταλκάς — και νταλγκάς, ο 1. κύμα 2. μτφ. έντονη επιθυμία, πόθος, μεράκι, καημός, μαράζι 3. ανυπόφορος εφιάλτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dalga «κύμα»] …   Dictionary of Greek

  • νταμγάς — και νταλγκάς και νταμκάς, ο σφραγίδα, χαρτόσημο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. damga] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”